Γράφει η Φιλίππη Σαρικλόγλου, DO, BSc(PT)
Μέλος του Πανελλήνιου Συλλόγου Οστεοπαθητικής
Η δυσμηνόρροια ορίζεται ως ο πόνος στην κατώτερη κοιλιακή χώρα, στα κάτω άκρα ή στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης κατά την διάρκεια της έμμηνου ρύσης και είναι το πιο κοινό γυναικολογικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας. Άλλα σχετιζόμενα συμπτώματα αποτελούν η ναυτία, ο εμετός ,η διάρροια, το φούσκωμα στην κοιλιακή χώρα, ο πόνος στο στήθος και οι κεφαλαλγίες.
Σύμφωνα με την παγκόσμια κατάταξη ασθενειών 10 (ICD-10) μπορεί να διαχωριστεί σε πρωτοπαθή και δευτεροπαθή δυσμηνόρροια. Η πρωτοπαθής ορίζεται ως η παρουσία πόνου κατά την διάρκεια της έμμηνου ρύσης χωρίς την ύπαρξη κάποιας παθολογικής κατάστασης στην πυελική περιοχή. Όταν ο πόνος στην διάρκεια της έμμηνου ρύσης σχετίζεται με καταστάσεις όπως ενδομητρίωση, ινομυώματα, πολυκυστικές ωοθήκες κατατάσσεται ως δευτεροπαθής δυσμηνόρροια. Στην περίπτωση της πρωτοπαθούς δυσμηνόρροιας τα συμπτώματα διαρκούν συνήθως 8-72 ώρες και τυπικά ξεκινάνε με την πρώτη έμμηνο ρύση ενώ στην δευτεροπαθή τα συμπτώματα ξεκινάνε συνήθως χρόνια μετά την έναρξη της πρώτης έμμηνου ρύσης και μπορούν να εμφανιστούν πριν την έναρξη ή κατά την διάρκεια της έμμηνου ρύσης. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα δεδομένα, η δυσμηνόρροια επηρεάζει το 97% των γυναικών. Για τις γυναίκες μεταξύ 17-24 ετών, το αναφερόμενο ποσοστό είναι μεταξύ 67%-90%. Αποτελεί μια κοινή αιτία απουσίας από την εργασία ή το σχολείο και υπολογίζεται ότι 600 εκατομμύρια ώρες και 2 εκατομμύρια δολάρια χάνονται ετησίως για αυτόν τον λόγο στις ΗΠΑ. Ο πόνος και τα συμπτώματα μειώνουν την ποιότητα ζωής των γυναικών και την ικανότητά τους να ολοκληρώσουν δραστηριότητες της καθημερινής ζωής.
Όσον αφορά την παθοφυσιολογία της πρωτοπαθούς δυσμηνόρροιας, εργαστηριακές και κλινικές μελέτες έχουν αποδείξει ότι αυτή οφείλεται στην υπέρ παραγωγή των προσταγλανδινών στην μήτρα. Συγκεκριμένα, έχει φανεί ότι οι γυναίκες με πρωτοπαθή δυσμηνόρροια έχουν δύο φορές υψηλότερα επίπεδα προσταγλανδινών σε σχέση με τις μη δυσμηνορροιακές γυναίκες. Επίσης η υπερπαραγωγή βασοπρεσίνης, μιας ορμόνης που ενεργοποιεί την σύσπαση του μυϊκού ιστού έχει αποδειχθεί ότι συμβάλει ως παράγοντας για την εμφάνιση της πρωτοπαθούς δυσμηνόρροια. Η απελευθέρωση του αραχιδονικού οξέως κατά την διάρκεια της έμμηνου ρήσης προκαλεί την υπερπαραγωγή προσταγλανδινών και λευκοτριηνών στην μήτρα, με μυομετρική σύσπαση των λείων μυϊκών ινών και ισχαιμία των αρτηριδίων της μήτρας. Χυμοκίνες, κυτοκίνες, αυξητικοί παράγοντες, οκυτοκίνη και βασοπρεσίνη επιδρούν τοπικά αλλά και συστηματικά επηρεάζοντας την φυσιολογία της μήτρας .
Η αποτελεσματικότητα της συμβατικής θεραπείας όπως με την χρήση των μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών (NSAIDS) είναι σημαντική, παρόλα αυτά το ποσοστό αποτυχίας μπορεί να φτάσει και το 20-25% με αρκετές σημαντικές παρενέργειες. Τέτοιες παρενέργειες για τα NSAIDS μπορεί να είναι γαστρεντερική τοξικότητα, αυξημένος καρδιαγγειακός κίνδυνος, ηπατοτοξικότητα και νεφρική βλάβη. Ενώ με την χρήση της ορμονικής θεραπείας μέσω των αντισυλληπτικών χαπιών οι παρενέργειες μπορεί να είναι ναυτία, εμετός, κεφαλαλγίες, ευαισθησία στο στήθος, αλλαγές στο σωματικό βάρος.
Η οστεοπαθητική θεραπεία, της οποίας η εφαρμογή, έχει φανεί ότι δεν έχει σοβαρές παρενέργειες,( η πιο συνηθισμένη παρενέργεια είναι ο πόνος αμέσως μετά την θεραπεία και ο οποίος συμβαίνει στο 2,5% των ασθενών) μπορεί να θεωρηθεί μία σημαντική επιλογή θεραπείας, τόσο για την πρωτοπαθή όσο και για την δευτεροπαθή δυσμηνόρροια καθώς μπορεί να μειώσει την παραγωγή των προσταγλανδινών και να βελτιώσει την κυκλοφορία του αίματος και των υγρών στην πυελική περιοχή μειώνοντας την ισχαιμία και την φλεγμονή. Μελέτες δείχνουν ότι οι χειρισμοί σπονδυλικής στήλης της οστεοπαθητικής μπορούν να μειώσουν τα επίπεδα των προσταγλανδινών, κυτοκινών και άλλων φλεγμονωδών μορίων, στο πλάσμα του αίματος. Η αγγειοδιαστολή που προκαλείται στα αγγεία των πυελικών οργάνων, αυξάνουν την διάχυση οξυγόνου στην περιοχή και έτσι μειώνεται ο πόνος που προκαλείται λόγω της ισχαιμίας Ένας άλλος μηχανισμός αναλγητικής δράσης που έχει προταθεί είναι μέσω της ενεργοποίησης του πνευμονογαστρικού νεύρου, προκαλώντας αντιδράσεις από το παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα. Επιπλέον, όσον αφορά τις γυναίκες με δυσμηνόρροια συχνά εμφανίζουν σπλαχνοσωματικά αντανακλαστικά στην περιοχή Θ10-Ο2 της σπονδυλικής στήλης, τα οποία μπορούν να αντιμετωπιστούν με τους χειρισμούς της οστεοπαθητικής. Τα σπλαχνοσωματικά αντανακλαστικά είναι κάποιες αλλαγές που συμβαίνουν σε συγκεκριμένες περιοχές του σώματος, όπως η ευαισθησία των ιστών, η συμμετρία, το εύρος κίνησης της περιοχής και οι αλλαγές στην υφή των ιστών, λόγω κάποιας πιθανής σπλαχνικής παθολογίας. Μέσω της οστεοπαθητικής ψηλάφησης αναγνωρίζονται αυτές οι αλλαγές στους ιστούς και εφαρμόζονται χειρισμοί ώστε να ανακουφίσουν τα συμπτώματα και να θεραπευτούν οι δομικές, λεμφικές και αυτόνομες δυσλειτουργίες Συμπερασματικά, φαίνεται ότι η οστεοπαθητική θεραπεία μπορεί να μειώσει την ένταση του πόνου, την διάρκεια του πόνου, την χρήση των NSAIDS, τις ώρες απουσίας από την εργασία ή το σχολείο και να βελτιώσει την συνολική ποιότητα ζωής των γυναικών με δυσμηνόρροια.
Φιλίππη Σαρικλόγλου, DO, BSc(PT)
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν:
ZECCHILLO, D., ACQUATI, A., AQUINO, A., PISA, V., UBERTI, S., RATTI, S., 2017. Osteopathic Manipulative Treatment of Primary Dysmenorrhea and Related Factors: A Randomized Controlled Trial. Int J of Medical Research & Health Sciences, 6 (11), 166-174.
PROCTOR, M. L., HING, W., JOHNSON, T. C. & MURPHY, P. A. 2001. Spinal manipulation for primary and secondary dysmenorrhoea. Cochrane Database Syst Rev, CD002119.
BONNER, P. E., PAUL, H. A. & MEHRA, R. S. 2024. Osteopathic Manipulative Treatment in Dysmenorrhea: A Systematic Review. Cureus, 16, e52794.
BARCIKOWSKA, Z., GRZYBOWSKA, M. E., WAZ, P., JASKULAK, M., KURPAS, M., SOTOMSKI, M., STARZEC-PROSERPIO, M., RAJKOWSKA-LABON, E., HANSDORFER-KORZON, R. & ZORENA, K. 2022. Effect of Manual Therapy Compared to Ibuprofen on Primary Dysmenorrhea in Young Women-Concentration Assessment of C-Reactive Protein, Vascular Endothelial Growth Factor, Prostaglandins and Sex Hormones. J Clin Med, 11.